λανσιέδες

λανσιέδες
οι
είδος χορού που χορεύεται από τέσσερα ζευγάρια τα οποία σχηματίζουν τετράγωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. lanciers «λογχοφόροι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λογχοφόρος — α, ο (AM λογχοφόρος, ον) 1. οπλισμένος με λόγχη («λογχοφόρον ἔνοπλον... γένος», Ευρ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι λογχοφόροι ειδικό σώμα έφιππων στρατιωτών, οπλισμένων με λόγχη («λογχοφόρους δὲ σὺν πελτασταῑς», Ξεν.) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”